Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

Συστηματικός Ερυθηματώδης λύκος

 

Η πιο Σύγχρονη Θεραπευτική Προσέγγιση για το Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο

Η Ιατρική Ακριβείας αποτελεί την πιο Σύγχρονη Ιατρική Προσέγγιση, ο στόχος της οποίας έγκειται στη λεπτομερή ανίχνευση των πραγματικών αιτιών Παθολογικών Καταστάσεων και Νοσημάτων. Για να τα επιτύχει αυτά, βασίζεται σε τρεις άξονες.

Διενέργεια Εξετάσεων Υψηλής Ακριβείας, που ανιχνεύουν, σε κυτταρικό και σε γονιδιακό επίπεδο, αφενός την προδιάθεση των ατόμων να εμφανίσουν Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο και αφετέρου τους μηχανισμούς έκφρασης της Νόσου, όταν αυτή έχει ήδη εκφραστεί.

Εκπόνηση Εξατομικευμένων Θεραπευτικών Πρωτοκόλλων, τα οποία διαμορφώνονται με γνώμονα τα ακριβή διαγνωστικά ευρήματα, αυστηρά στοχευμένα, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε οργανισμού ξεχωριστά.

Διεπιστημονική Ομάδα, η οποία παρέχει ακριβείς κατευθυντήριες οδηγίες προς τους ασθενείς. Η Διεπιστημονική αυτή Ομάδα απαρτίζεται από Ιατρούς, Βιοχημικούς, Βιολόγους, Γενετιστές, Μοριακούς Διατροφολόγους και Φαρμακοποιούς.

Έτσι, μεγιστοποιείται το θεραπευτικό όφελος των ασθενών και ταυτοχρόνως περιορίζονται στο ελάχιστο οι περιττές ταλαιπωρίες και δαπάνες.

 

Ακριβείς Εξετάσεις

Εξετάσεις Μοριακού και Γονιδιακού επιπέδου διερευνούν, σε κυτταρικό και σε γονιδιακό επίπεδο, τα αίτια εκτροπής της όποιας βιοχημικής ισορροπίας.

Οι Εξειδικευμένες αυτές εξετάσεις λειτουργούν ως εφαλτήριο για την ακριβή πλέον πρόγνωση και διάγνωση Αυτοάνοσων Νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του Συστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου. Μέσω αυτών, ανιχνεύεται με ακρίβεια το μεταβολικό προφίλ του υπό εξέταση οργανισμού και αναλύονται πολυμορφισμοί (SNPs) και γονιδιακές παραλλαγές στα γονίδια που έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι σχετίζονται με το Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο.

Αυτή η ακριβής διαγνωστική προσέγγιση συνεπικουρεί στην αποκρυπτογράφηση της προδιάθεσης των ατόμων να παρουσιάσουν Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο και στην αποκωδικοποίηση των πραγματικών αιτιών της Ασθένειας στους ήδη πάσχοντες.

 

Εξατομικευμένα Θεραπευτικά Πρωτόκολλα

Λαμβάνοντας υπόψιν τις ακριβείς αναλύσεις, το πλήρες επιγενετικό ιστορικό, την ύπαρξη υποκείμενων νοσημάτων, το φύλο, την ηλικία του ασθενούς και πολλούς άλλους παράγοντες, μπορεί πλέον, με τη βοήθεια αλγορίθμων, να εκπονηθεί, για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά, ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό σχήμα ως προς τη σύσταση των αγωγών.

Η ποιότητα ζωής των πασχόντων που υπόκεινται σε αυτού του είδους τις θεραπευτικές αγωγές βελτιώνεται, ο οργανισμός τους επαναρρυθμίζεται, ενισχύονται τα ψυχικά και σωματικά τους αποθέματα και ελαχιστοποιούνται οι όποιες πιθανότητες υποτροπής της νόσου.

 

Διεπιστημονική Ομάδα

Στην εποχή της Ιατρικής Ακριβείας, η έννοια του μεμονωμένου Ιατρού έχει αντικατασταθεί από τη Διεπιστημονική Ομάδα, η οποία συγκροτείται από Ειδικότητες πολλών διαφορετικών Επιστημονικών πεδίων, όπως Ιατρούς, Γενετιστές, Βιοχημικούς, Βιολόγους, Μοριακούς Διατροφολόγους και Φαρμακοποιούς,

Μόνο έτσι μπορεί να γίνεται παρακολούθηση τόσο των επιστημονικών εξελίξεων όσο και του τεράστιου όγκου βιβλιογραφίας και να κατευθύνονται οι ασθενείς σε εξατομικευμένα θεραπευτικά πρωτόκολλα και ακριβή παρακολούθηση.

  • Διάγνωση Πραγματικών Αιτιών με ακριβή διαγνωστικά ευρήματα
  • Εντοπισμός Προδιάθεσης & Μηχανισμών Εμφάνισης Συστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου
  • Αυστηρά Εξατομικευμένες Θεραπευτικές αγωγές
  • Άρση των υποκείμενων παθήσεων

Οι θεραπείες καθορίζονται με αλγόριθμους σε σχέση με τα εργαστηριακά ευρήματα, το ενδελεχές επιγενετικό ιστορικό, τις βλάβες και την ύπαρξη επιπλέον χρόνιων ή άλλων νοσημάτων και είναι αυστηρά εξατομικευμένες. Οι ασθενείς δεν αλλάζουν την καθημερινότητα τους. Αντίθετα, σταδιακά τη βλέπουν να βελτιώνεται, παράλληλα και με τη συνολική φυσική κατάσταση της υγείας τους.

Η μέση διάρκεια της θεραπείας του Συστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου, ανάλογα με την κλινική κατάσταση του ασθενούς, μπορεί να διαρκέσει από έξι έως και εικοσιτέσσερις μήνες. Τα ποσοστά βελτίωσης των ασθενών  είναι υψηλά.

Οι συγκεκριμένες θεραπείες, σε κλινική πράξη, χρησιμοποιούνται από το 1997 με χώρα αφετηρίας τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και δεν έρχονται σε αντίθεση με καμία  παράλληλη φαρμακευτική ή ομοιοπαθητική αγωγή.

Η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή είναι αυτή από την οποία τελικά προκύπτει το μεγαλύτερο όφελος, σύμφωνα με τα κλινικά αποτελέσματα και τους ανάλογους δείκτες εξετάσεων.

Τα αποτελέσματα τέτοιων θεραπειών είναι εξαιρετικά, με σταδιακή αποκατάσταση της εκάστοτε Νοσηρότητας.

 

Οι Κλασικές Θεραπείες για το Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο

Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και παρενέργειες

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον για τη μείωση των συμπτωμάτων είναι τα ακόλουθα: Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, τα οποία χρησιμοποιούνται, για να ελέγξουν τον πόνο της αρθρίτιδας. Συνήθως, χορηγούνται για μικρό χρονικό διάστημα με την οδηγία σταδιακά να μειώνεται η δόση, καθώς η αρθρίτιδα βελτιώνεται.

Η ασπιρίνη συμπεριλαμβάνεται σε αυτή την κατηγορία και βοηθάει στην αντιμετώπιση της δυσκαμψίας των αρθρώσεων, όμως μόνο όταν χρησιμοποιείται όπως καθορίζεται. Όλα μπορεί να προκαλέσουν στομαχικό ερεθισμό ή άλλες παρενέργειες π.χ. ζάλη και διάρροια. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα ενδέχεται να επιφέρουν βλάβη στο συκώτι ή να τροποποιήσουν τη λειτουργία των νεφρών, η οποία συνήθως αποκαθίσταται με τη διακοπή ή την ελάττωση της δόσης.

Ανθελονοσιακά φάρμακα και ενδεχόμενες παρενέργειες

Ανθελονοσιακά φάρμακα, που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν για την ελονοσία και χρησιμεύουν για τη θεραπεία των φωτοευαίσθητων δερματικών εξανθημάτων.

Γλυκοκορτικοστεροειδή και ενδεχόμενες παρενέργειες

Γλυκοκορτικοστεροειδή (κορτιζόνη), όπως είναι η πρεδνιζόνη, χρησιμοποιούνται για τη μείωση της φλεγμονής και την καταστολή της δραστηριότητας του ανοσιακού συστήματος.

Αποτελούν την κύρια θεραπευτική αγωγή και οι παρενέργειες τους περιλαμβάνουν την αύξηση του σωματικού βάρους, τη στρογγυλοποίηση του προσώπου, την εμφάνιση των μωλώπων, την αλλαγή της διάθεσης με μεγάλη νευρικότητα από αϋπνίες μέχρι κατάθλιψη, την κατακράτηση υγρών, με αποτέλεσμα οίδημα των ποδιών, την υψηλή αρτηριακή πίεση, την εμφάνιση ή τη χειροτέρευση του σακχαρώδους διαβήτη, την αύξηση του κινδύνου λοιμώξεων και σε σπάνια περίπτωση την εμφάνιση γαστρορραγίας. Η χρήση τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να προκαλέσει οστεοπόρωση και καταρράκτη.

Ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και ενδεχόμενες παρενέργειες

Ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία λαμβάνονται σχεδόν πάντα με κορτικοστεροειδή, καθώς χρησιμοποιούνται μόνο για δραστήριες παθήσεις, κυρίως με σοβαρά προβλήματα νεφρών. Η χρήση τους αφορά κυρίως άτομα τα οποία δεν έχουν ανταποκριθεί σε άλλου είδους φαρμακευτική θεραπεία ή έχει μειωθεί η δόση κορτικοστεροειδών. Γενικά, τα φάρμακα αυτά έχουν σοβαρές παρενέργειες.

 

Τι είναι ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος

Ο Συστηματικός Ερυθηματώδης λύκος εκδηλώνεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στους ιστούς του οργανισμού. Μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή σε διάφορα μέρη του σώματος, αν και στους περισσότερους εμφανίζονται μόνο ελάχιστα από τα πιθανά συμπτώματα. Ο συστηματικός Ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), είναι Αυτοάνοση πάθηση, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα που επιτίθενται στους ιστούς του οργανισμού και προκαλούν φλεγμονή. Ο ΣΕΛ συνήθως προσβάλλει το δέρμα και τις αρθρώσεις, αλλά μπορεί να επηρεάσει και την καρδιά ή τους νεφρούς, όταν τα συμπτώματα είναι έντονα.

Ο λύκος προσβάλει τις γυναίκες σχεδόν 8 με 10 φορές συχνότερα απ’ ότι τους άντρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα συμπτώματα πρωτοεμφανίζονται σε γυναίκες τις αναπαραγωγικής ηλικίας (συνήθως 18-45 χρονών). Πάντως ο λύκος μπορεί να εμφανιστεί και σε μικρά παιδιά ή μεγαλύτερα άτομα. Εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα τις μαύρης φυλής και σε ομάδες Ασιατών, Βόρειων Αμερικανών, Ινδιάνων, απ’ ότι σε άτομα τις λευκής φυλής.

 

Συστηματικός Ερυθηματώδης λύκος και Συμπτώματα

Τα συχνότερα συμπτώματα της νόσου είναι τα εξής:

  • Πόνος στις αρθρώσεις
  • Ερυθρό εξάνθημα στο πρόσωπο, λαιμό, χέρια
  • Ερυθρό εξάνθημα στη μύτη και τα μάγουλα (
  • Υπερβολική κόπωση
  • Πυρετός
  • Απώλεια βάρους
  • Πονοκέφαλος
  • Στοματικά έλκη (άφθες)
  • Τριχόπτωση
  • Διόγκωση των λεμφαδένων
  • Αλλαγή στο χρώμα των δακτύλων όταν κάνει κρύο (φαινόμενο Raynaud)

 

Χρόνια, Αυτοάνοσα & Μεταβολικά Νοσήματα

Ποιά είναι τα πραγματικά αίτια; Ενημερωθείτε για το πως μπορείτε να τα αντιμετωπίσετε.

 

Άλλα συνήθη συμπτώματα της ασθένειας περιλαμβάνουν μικρούς πόνους,  ανορεξία, ναυτία και εμετό. Μπορεί να υπάρξει αυξημένη τάση για λοιμώξεις, αναιμία ή εύκολη αιμορραγία. Η αναιμία οφείλεται στην ελάττωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος, προκαλώντας αδυναμία, ωχρότητα ή ακόμα και δύσπνοια (δυσκολία στην αναπνοή). Ορισμένα άτομα με λύκο έχουν αυξημένη τάση για δημιουργία θρόμβων.

Άλλα συχνά συμπτώματα περιλαμβάνουν την ορογονίτιδα (φλεγμονή του βλεννογόνου ορισμένων οργάνων π.χ. της καρδιάς ή των πνευμόνων) προκαλώντας συμπτώματα πόνου με την αναπνοή ή δύσπνοια. Συχνά εμφανίζονται προβλήματα στα νεφρά. Στα πρώιμα στάδια, ίσως να μην υπάρχουν συμπτώματα συμμετοχής των νεφρών, αν και μπορεί να εμφανιστεί οίδημα (πρήξιμο) στα κάτω άκρα, αν υπάρχει απώλεια πρωτεΐνης στα ούρα.

 

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος – Αίτια

Δεν γνωρίζουμε τα αίτια που προκαλούν τον λύκο. Οι γιατροί και οι επιστήμονες συμφωνούν ότι είναι μια αυτοάνοσος πάθηση. Στο λύκο μπορεί να σχηματίζονται αντισώματα ακόμη και χωρίς την παρουσία ξένων ουσιών όπως τα βακτηρίδια. Αυτά τα αντισώματα ονομάζονται αυτοαντισώματα, επειδή επιτίθενται στους ιστούς του ίδιου του οργανισμού. Αυτό με την σειρά του προκαλεί φλεγμονή και βλάβη στους ιστούς του ίδιου του οργανισμού και μπορεί να καταλήξει στα συμπτώματα τα οποία παρουσιάζουν τα άτομα με λύκο.

Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι ορισμένα άτομα κληρονομούν την τάση να αποκτήσουν λύκο. Το συμπέρασμα αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι μερικές νέες περιπτώσεις λύκου μπορούν να είναι ποιο κοινές σε μια οικογένεια, της οποίας ένα μέλος ήδη έχει την πάθηση. Πάντως δεν υπάρχουν αποδείξεις για το ότι ο λύκος μεταδίδεται απ’ ευθείας, για παράδειγμα από την μητέρα στην κόρη. Μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι ίσως ένας ιός μπορεί να πυροδοτήσει την ανάπτυξη του λύκου και την εμφάνιση των συμπτωμάτων της πάθησης σε άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση.

Ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για άλλες παθήσεις όπως υψηλή αρτηριακή πίεση αίματος, ορισμένα καρδιακά προβλήματα, επιληψία και ψυχιατρικά προβλήματα όπως οξεία κατάθλιψη, μπορούν να προκαλέσουν πολλά από τα συμπτώματα του λύκου. Αυτά τα συμπτώματα σχεδόν πάντα εξαφανίζονται με την διακοπή του υπεύθυνου φαρμάκου.

Τα πραγματικά αίτια όμως της Νόσου είναι καλά κρυμμένα σε Κυτταρικό επίπεδο. Οι κυριότερες αιτίες πρόκλησης Χρόνιων Νοσημάτων, αφορούν στην ελαττωμένη παραγωγή ή ανεπάρκεια ενζύμων, ορμονών και λοιπών βασικών στοιχείων καύσης του ανθρώπινου Οργανισμού. Όλες αυτές οι  Ανεπάρκειες, οι Δυσλειτουργίες, οι κακές καύσεις, οδηγούν σε βιοχημική εκτροπή, τους μηχανισμούς και  τη  λειτουργία όλων των ανθρωπίνων κυττάρων.

 

Διάγνωση του Συστηματικού Ερυθηματώδη Λύκου

Η διάγνωση του λύκου μπορεί να είναι πολύ δύσκολη. Η συγκεκριμένη ασθένεια μπορεί να μιμηθεί άλλες συνθήκες και συχνά ακολουθεί διαφορετική πορεία σε κάθε άνθρωπο. Πολλοί άνθρωποι έχουν για πολλά χρόνια συμπτώματα, προτού αναπτυχθεί η νόσος. Κρίνεται αναγκαίο να γίνουν πολλές ερωτήσεις για την καταγραφή ενός πλήρους ιατρικού ιστορικού και μια πλήρη φυσική εξέταση.

Μετά, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες Εξειδικευμένες  εξετάσεις, όπως Εξετάσεις Bio 4hMetabolic Analysis Profile που μπορούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια ότι πρόκειται για τη συγκεκριμένη Νόσο.

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων βοηθούν ώστε να βεβαιωθεί ο γιατρός ότι πρόκειται για λύκο και όχι για άλλες παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα.

Άλλες εξετάσεις, που κατά κόρον διενεργούνται αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα είναι:

  • Εξέταση ανίχνευσης αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ANA)

Περίπου το 95% των ατόμων που πάσχουν από λύκο έχουν θετικά ΑΝΑ. Ωστόσο, η εξέταση μπορεί να είναι θετική και για άτομα που δεν πάσχουν από λύκο, οπότε δεν επιβεβαιώνεται η διάγνωση.

  • Εξέταση ανίχνευσης αντισωμάτων αντι-DNA διπλής έλικας (anti-dsDNA)

Περίπου το 75% των ατόμων που πάσχουν από λύκο έχουν αυτά τα αντισώματα. Εάν η εξέταση είναι θετική, σημαίνει ότι το άτομο πιθανόν να έχει προσβληθεί από λύκο. Τα επίπεδα συνήθως αυξάνονται όταν ο λύκος παρουσιάζει έξαρση, γι’ αυτό πρέπει να επαναλαμβάνεται η εξέταση ώστε να παρακολουθείται η ασθένεια και να προσαρμόζεται η συμβατική θεραπεία.

  • Εξέταση ανίχνευσης αντισωμάτων αντι-Ro

Εάν η εξέταση είναι θετική, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα οι ασθενείς να εμφανίσουν δερματικά εξανθήματα ή να έχουν προσβληθεί από το σύνδρομο Sjögren. Μπορεί να περάσουν από τον πλακούντα κατά την εγκυμοσύνη. Στις γυναίκες που είναι φορείς και αποφασίζουν να τεκνοποιήσουν, η εγκυμοσύνη πρέπει να παρακολουθείται πολύ πιο στενά.

  • Εξέταση ανίχνευσης αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων

Εάν η εξέταση είναι θετική, αυξάνεται ο κίνδυνος αποβολής ή εμφάνισης θρομβώσεων.

  • Εξέταση μέτρησης επιπέδων συμπληρώματος

Το συμπλήρωμα αναφέρεται σε μια ομάδα πρωτεϊνών στο αίμα που προστατεύουν από λοιμώξεις. Συνήθως τα επίπεδα είναι ιδιαίτερα χαμηλά όταν ο λύκος είναι σε έξαρση.

  • Εξέταση ταχύτητας καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ)

Η εξέταση αυτή μετρά τη φλεγμονή. Η ΤΚΕ είναι συνήθως υψηλή σε άτομα που πάσχουν από λύκο.

  • Εξετάσεις λειτουργικότητας νεφρών και ήπατος

Περιλαμβάνουν αιματολογικές εξετάσεις και ούρων. Πραγματοποιούνται συχνά, έτσι ώστε να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα όσα προβλήματα προκαλούνται από την ασθένεια ή τα φάρμακα.

  • Γενική Αίματος

Η αιμοσφαιρίνη, τα λευκά, τα ερυθρά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια δημιουργούνται στο μυελό των οστών. Οι μετρήσεις δείχνουν εάν έχει προσβληθεί ο μυελός των οστών από την ασθένεια ή από τα φάρμακα που χορηγούνται. Επίσης, οι εξετάσεις βοηθούν στην παρακολούθηση της ασθένειας μετά τη διάγνωση. Υπάρχουν αρκετές εξετάσεις για τον έλεγχο της λειτουργικότητας της καρδιάς, των πνευμόνων, του ήπατος και του σπλήνα. Ανάλογα με τα όργανα που πιστεύει ο γιατρός ότι έχουν προβληθεί, ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε ακτινογραφία, υπέρηχους, αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Επίσης, η εξέταση ούρων μπορεί να δείξει αν υπάρχουν πρωτεΐνες ή αίμα στα ούρα. Έτσι, ο γιατρός μπορεί να εντοπίσει έγκαιρα αν υπάρχει πρόβλημα στους νεφρούς. Ενδέχεται να χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις, όπως εξετάσεις σπειραματικής διήθησης κ.ά.

Επιπλέον εξετάσεις περιλαμβάνουν ακτινογραφίες θώρακος (για την καρδιά και τους πνεύμονες), ηλεκτροκαρδιογράφημα και υπερηχογράφημα για την καρδιά, λειτουργικές εξετάσεις των πνευμόνων, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ), μαγνητική τομογραφία (ΜRΙ), ή άλλες τομογραφίες για τον εγκέφαλο και πιθανόν βιοψίες άλλων ιστών. Ένα από τα προβλήματα της διάγνωσης είναι ότι δεν υπάρχει μια μοναδική ομάδα συμπτωμάτων, μια μορφή πάθησης ή μια ομάδα εξετάσεων για όλους τους ασθενείς με λύκο.

 

Διατροφή και Ερυθηματώδης λύκος

Σύμφωνα με επιστημονικά στοιχεία, η διατροφή με λίγα κορεσμένα λιπαρά και συμπλήρωμα ιχθυελαίων (από σώμα ψαριού) μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Ωστόσο, συστήνεται προσοχή σε δίαιτες αποκλεισμού, που καταργούν την κατανάλωση σημαντικών ομάδων τροφίμων. Ο λύκος είναι ενεργή αυτοάνοση ασθένεια, και γι’ αυτό χρειάζονται όλα τα θρεπτικά συστατικά που προσφέρει μια ισορροπημένη διατροφή.

 

References


  • Autoimmune diseases. National Institute of Allergy and Infectious Diseases. Last reviewed May 2, 2017. Accessed June 4, 2020.
  • Hood E. Measuring autoimmunity in America. Environmental Factor. Published April 2018. Accessed June 4, 2020.
  • Autoimmune diseases. National Institute of Environmental Health Sciences. Last Reviewed May 6, 2020. Accessed June 4, 2020.
  • Marker of autoimmunity increases in the U.S. National Institutes of Health. Published April 21, 2020. Accessed August 19, 2020.
  • Roberts MH, Erdei E. Comparative United States autoimmune disease rates for 2010-2016 by sex, geographic region, and race. Autoimmun Rev. 2020;19(1):102423. doi:10.1016/j.autrev.2019.102423
  • The Autoimmune Diseases Coordinating Committee. Progress in Autoimmune Diseases Research: Report to Congress. National Institutes of Health; 2005. Accessed August 31, 2020.
  • Somers EC, Marder W, Cagnoli P, et al. Population-based incidence and prevalence of systemic lupus erythematosus: the Michigan Lupus Epidemiology and Surveillance program. Arthritis Rheumatol. 2014;66(2):369-378. doi:10.1002/art.38238
  • Ramos PS, Shedlock AM, Langefeld CD. Genetics of autoimmune diseases: insights from population genetics. J Hum Genet. 2015;60(11):657-664. doi:10.1038/jhg.2015.94
  • Dinse GE, Parks CG, Weinberg CR, et al. Increasing prevalence of antinuclear antibodies in the United States. Arthritis Rheumatol. 2020;72(6):1026-1035. doi:10.1002/art.41214
  • American College of Rheumatology. Antinuclear antibodies (ANA). Updated March 2019. Accessed August 20, 2020.
  • Aringer M, Costenbader K, Daikh D, et al. 2019 European League Against Rheumatism/American College of Rheumatology classification criteria for systemic lupus erythematosus. Ann Rheum Dis. 2019;78(9):1151-1159. doi:10.1136/annrheumdis-2018-214819
  • Rösken GHJ, van Beek AA, Bakker-Jonges LE, Schreurs MWJ. Antinuclear antibodies in systemic autoimmune disease. Ned Tijdschr Geneeskd. 2020;164:D4066.
  • Pérez D, Gilburd B, Cabrera-Marante Ó, et al. Predictive autoimmunity using autoantibodies: screening for anti-nuclear antibodies. Clin Chem Lab Med. 2018;56(10):1771-1777. doi:10.1515/cclm-2017-0241
  • Bloch DB. Patient education: antinuclear antibodies (ANA) (beyond the basics). UpToDate. Updated December 18, 2019. Accessed August 28, 2020.
  • Tan EM, Feltkamp TE, Smolen JS, et al. Range of antinuclear antibodies in “healthy” individuals. Arthritis Rheum. 1997;40(9):1601-1611. doi:10.1002/art.1780400909
  • Lyons R, Narain S, Nichols C, Satoh M, Reeves WH. Effective use of autoantibody tests in the diagnosis of systemic autoimmune disease. Ann N Y Acad Sci. 2005;1050:217-228. doi:10.1196/annals.1313.023
  • Nancy AL, Yehuda S. Prediction and prevention of autoimmune skin disorders. Arch Dermatol Res. 2009;301(1):57-64. doi:10.1007/s00403-008-0889-3
  • Ramos-Remus C, Castillo-Ortiz JD, Aguilar-Lozano L, et al. Autoantibodies in prediction of the development of rheumatoid arthritis among healthy relatives of patients with the disease. Arthritis Rheumatol. 2015;67(11):2837-2844. doi:10.1002/art.39297
  • Rakieh C, Nam JL, Hunt L, et al. Predicting the development of clinical arthritis in anti-CCP positive individuals with non-specific musculoskeletal symptoms: a prospective observational cohort study. Ann Rheum Dis. 2015;74(9):1659-1666. doi:10.1136/annrheumdis-2014-205227
  • Rose NR. Prediction and prevention of autoimmune disease in the 21st century: a review and preview. Am J Epidemiol. 2016;183(5):403-406. doi:10.1093/aje/kwv292
  • Choi MY, Fritzler MJ. Autoantibodies in SLE: prediction and the pvalue matrix. Lupus. 2019;28(11):1285-1293. doi:10.1177/0961203319868531
  • Mu Q, Kirby J, Reilly CM, Luo XM. Leaky gut as a danger signal for autoimmune diseases. Front Immunol. 2017;8:598. doi:10.3389/fimmu.2017.00598