Μέλασμα

Μέλασμα

Ο όρος «μέλασμα» έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελληνική λέξη μέλας, που σημαίνει μαύρος. Έτσι, λοιπόν, το μέλασμα ή οι πανάδες αποτελούν μια επίκτητη δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από συμμετρική κηλιδώδη υπερμελάγχρωση του προσώπου.

Πρόκειται για δερματικές βλάβες οι οποίες εμφανίζονται ως σχετικά συμμετρικές μελαχρωματικές κηλίδες γκριζο-κυανού ή καφέ χρώματος κι έχουν ασαφή όρια. Αναπτύσσονται κυρίως στο πρόσωπο, στο λαιμό και στα χέρια. Μέλασμα μπορεί να εμφανιστεί και σε άλλα σημεία του σώματος, όπως στην περιοχή του λαιμού και των χεριών.

Η αυξημένη σε κυτταρικό επίπεδο παραγωγή μελανίνης σε αυτές τις περιοχές του δέρματος έχει ως φυσικό επακόλουθο την υπερμελάγχρωση και δημιουργούνται αντιαισθητικές κλινικά δυσχρωμίες.

Συχνότητα εμφάνισης Μελάσματος

Το μέλασμα παρατηρείται συχνότερα στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και ειδικότερα σε εκείνες που έχουν σκουρόχρωμο δέρμα και κατά κανόνα ζουν σε χώρες με έντονη ηλιοφάνεια.

Τους καλοκαιρινούς μήνες σημειώνεται έξαρση των περιστατικών μελάσματος, εξαιτίας της ηλιακής ακτινοβολίας. Παγκοσμίως, έχει υπολογιστεί ότι πανάδες προσβάλλουν περίπου 45-50 εκατομμύρια ανθρώπους εκ των οποίων το 90% είναι γυναίκες.
Κατηγορίες Μελάσματος

Υπάρχουν διάφορες κλινικές υποδιαιρέσεις της μορφής του μελάσματος. Η κεντροπροσωπική αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή μελάσματος και εστιάζεται στην περιοχή του μετώπου, στη μύτη, στις παρειές, στο άνω χείλος και στο πηγούνι.

Η δεύτερη πιο κοινή μορφή είναι η παρειακή και εμφανίζεται μόνο στην περιοχή της μύτης και στις παρειές. Τέλος, η ανάπτυξη της κάτω γναθιαίας μορφής περιορίζεται στην περιοχή της κάτω γνάθου.

Αιτιολογικοί παράγοντες πρόκλησης Μελάσματος

Η παθοφυσιολογία του μελάσματος παραμένει ασαφής, γιατί ποικίλοι παράγοντες επιφέρουν την εμφάνιση μελασμάτων στο ανθρώπινο δέρμα. Η χρόνια και αλόγιστη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, χωρίς αντηλιακή προστασία, θεωρείται ο σημαντικότερος αιτιολογικός παράγοντας.

Διαφαίνεται, όμως, ότι εμπλέκονται επίσης ορμονικοί αλλά και γενετικοί παράγοντες. Πάνω από το 30% των ασθενών δηλώνουν οικογενειακό ιστορικό μελάσματος. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, ενοχοποιούνται φωτοαλλεργικές αντιδράσεις προς ορισμένα φάρμακα και καλλυντικά.

Έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία

Η παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία αποτελεί εξαιρετικά επιβαρυντικό παράγοντα για το μέλασμα, καθώς επιδρά καταλυτικά στα μελανοκύτταρα. Το μέλασμα πάντα αναπτύσσεται σε περιοχές του σώματος που εκτίθενται στον ήλιο.

Η υπεριώδης ακτινοβολία οδηγεί σε υπεροξείδωση των λιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών και παράγονται ελεύθερες ρίζες, οι οποίες επιταχύνουν το ρυθμό πολλαπλασιασμού των μελανοκυττάρων και ενεργοποιούν τη μελανινογένεση.

Κληρονομικοί παράγοντες

Η γενετική προδιάθεση επίσης είναι σημαντική. Άτομα των οποίων οι γονείς είχαν μέλασμα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν το ίδιο νόσημα.

Ορμονικές διαταραχές

Ορμονικές μεταβολές που επέρχονται κατά τη διάρκεια μιας κύησης μπορεί να ενεργοποιήσουν το μέλασμα. Όταν εμφανίζεται μέλασμα στην εγκυμοσύνη, αποκαλείται και χλόασμα ή «μάσκα της εγκυμοσύνης». Αυτό συμβαίνει, επειδή στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο της κύησης τα επίπεδα των οιστρογόνων, της προγεστερόνης και της μελανινοτρόπου ορμόνης αυξάνονται.

Έρευνες, μάλιστα, καταδεικνύουν ότι οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση που ακολουθούν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με προγεστερόνη ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν μέλασμα σε αντιπαραβολή με όσες κάνουν χρήση μόνο οιστρογόνων.

Έλλειψη Μικροθρεπτικών συστατικών και ερεθιστικές ουσίες

Άλλοι παράγοντες που προκαλούν την εμφάνιση μελάσματος είναι η ανεπάρκεια του οργανισμού σε σίδηρο και η έλλειψη μαγνησίου βιταμίνης C. Ταυτόχρονα, μπορεί να αναπτυχθεί μελάνωμα, όταν έπειτα από ένα χημικό πίλινγκ δεν πραγματοποιείται συστηματική αντηλιακή προστασία. Η αφυδάτωση του δέρματος αποτελεί μία επιπλέον επιβαρυντική παράμετρο.

H χρήση καλλυντικών που περιέχουν συστατικά, όπως το σαλικυλικό οξύ και διάφορα συντηρητικά επιφέρουν την εμφάνιση πανάδων. Οποιαδήποτε φλεγμονή, έγκαυμα, τραυματισμός του δέρματος ή ακμή που δεν αντιμετωπίζεται έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει δυσχρωμία.

Θεραπευτικά Πρωτόκολλα για το Μέλασμα

Κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης του δέρματος του ασθενούς, αξιολόγησης του τύπου μελάσματος και της έκτασης των βλαβών, χορηγείται εξατομικευμένα η κατάλληλη θεραπεία.

Για τη θεραπεία του μελάσματος, χορηγούνται ειδικά σχεδιασμένες φόρμουλες με υδροκινόνη, ένα φαινολικό παράγοντα υποχρωματισμού, αζελαϊκό και ρετινοϊκό οξύ, μη-φαινολικούς παράγοντες λεύκανσης, ή/και κοζικό οξύ. Η πιθανότερη παρενέργεια από τη χρήση μιας παραπάνω θεραπείας είναι ο προσωρινός ερεθισμός του δέρματος. Οι ασθενείς που χρησιμοποιούν υδροκινόνη σε υψηλές συγκεντρώσεις για αρκετά χρόνια αντιμετωπίζουν, επίσης, κίνδυνο ωχρόνοσης.

Θεμέλιο λίθο, όμως, στη θεραπεία του μελάσματος αποτελεί η αποφυγή των αιτιολογικών παραγόντων που το ενεργοποιούν. Εύλογα, είναι σημαντικό να μειωθεί η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.

Το μέλασμα θεωρείται ανθεκτικό στη θεραπεία, επειδή δεν υπάρχουν φάρμακα που το εξαλείφουν πλήρως και η πάθηση συνήθως επανεμφανίζεται στα επιρρεπή άτομα. Ωστόσο, μέσα από προηγμένες μεθόδους και πρωτόκολλα που εφαρμόζει η Αντιγηραντική Λειτουργική Ιατρική επέρχεται σταδιακά η αποκατάσταση της υγείας του δέρματος. Η ανίχνευση των αιτιών που προκαλούν το πρόβλημα του μελάσματος και η στοχευμένη αντιμετώπιση τους αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο επίλυσης του προβλήματος.

Άλλες καινοτόμες θεραπείες για την αντιμετώπιση του μελάσματος περιλαμβάνουν χημικά peelings και Fractional Laser.

Peeling: Η διαδικασία που είναι γνωστή ως χημικό peeling ή χημική απολέπιση περιλαμβάνει την εφαρμογή ενός χημικού διαλύματος στην επιφάνεια του δέρματος, προκειμένου να αφαιρεθεί το εξωτερικό στρώμαε με ασφαλή τρόπο. Η ποσότητα του δέρματος που χρήζει αφαίρεσης καθορίζεται από τον τύπο του διαλύματος που χρησιμοποιείται, από την ισχύ του προϊόντος και από το χρόνο της εφαρμογής. Το peeling παρέχει άμεσα αποτελέσματα για την αντιμετώπιση του μελάσματος.

Fractional Laser: Η καινοτομία του Fractional Laser, σε σύγκριση με παλαιότερα Laser, βασίζεται στο γεγονός ότι έχει ακρίβεια στόχευσης κι ο γιατρός μπορεί να επέμβει σε συγκεκριμένα σημεία, χωρίς να επηρεαστούν μεγαλύτερες επιφάνειες. Γι’ αυτό το λόγο, πλεονεκτεί έναντι προηγούμενων τεχνικών, καθώς έχει τη δυνατότητα να εισχωρεί στα βαθύτερα στρώματα, αφήνοντας ανέπαφη την εξωτερική στιβάδα του δέρματος και με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η δημιουργία ιστού κάτω από την επιδερμίδα. Έχει βρεθεί ότι δρα αποτελεσματικά στην καταπολέμηση του μελάσματος.