Τμήμα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων

Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ) είναι λοιμώξεις, που μεταδίδονται κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής. Η συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων και η σεξουαλική επαφή, χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, εντείνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κάποιου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος.

Στα πιο συχνά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα συγκαταλέγονται η Νόσος των Ανθρωπίνων Κονδυλωμάτων (HPV), η Γονόρροια (Βλεννόρροια), το AIDS, τα Χλαμύδια, η Σύφιλη, ο Έρπης των γεννητικών οργάνων, η Ηπατίτιδα C και B, το Μυκόπλασμα, οι Τριχομονάδες, Η Μολυσματική Τέρμινθος και η Φθειρίαση του εφηβαίου.

Ενίοτε, ενδέχεται να μην εκδηλωθούν συμπτώματα, με αποτέλεσμα το εκάστοτε νόσημα να μεταδίδεται από φαινομενικά υγιή άτομα που αγνοούν ότι έχουν μολυνθεί. Παρ’ όλα αυτά, τα βασικότερα συμπτώματα των ΣΜΝ είναι τα εξής:

  • Πληγές, εξανθήματα ή εξογκώματα στην περιγεννητική περιοχή, στο στόμα ή στην περιοχή του ορθού
  • Τσούξιμο ή πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής (δυσπαρεύνια) ή της ούρησης
  • Δύσοσμες εκκρίσεις υγρών από τον κόλπο και το πέος και κολπική αιμορραγία
  • Κοιλιακό άλγος και οίδημα στους λεμφαδένες
  • Πυρετός και εξανθήματα που αναπτύσσονται στα χέρια, τα πόδια και τον κορμό

 

Πρόληψη των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων

  • Η χρήση προφυλακτικού, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.
  • Η καλή υγιεινή της γεννητικής περιοχής.
  • Η διακοπή του καπνίσματος, καθώς το κάπνισμα καταστέλλει την ανοσία κυτταρικού τύπου.
  • Το εμβόλιο HPV. Πρόκειται για μία μέθοδο πρωτογενούς πρόληψης ενάντια στον ιό HPV και χορηγείται με ιατρική συνταγή.

 

Η Διάγνωση των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων

Σε περίπτωση υποψίας μόλυνσης από σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη, κρίνεται απαραίτητο να απευθυνθούμε σε κάποιον ιατρό, με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση της νόσου και μετέπειτα τη χορήγηση της ενδεικνυόμενης θεραπευτικής αγωγής. Ταυτοχρόνως, χρειάζεται να ελεγχθεί και ο/η ερωτικός σύντροφος, προκειμένου να επέλθει η διακοπή του φαύλου κύκλου των επαναλοιμώξεων στο ζευγάρι.

Στις συνήθεις διαγνωστικές μεθόδους που χρειάζεται να διενεργηθούν, περιλαμβάνεται η κλινική εξέταση, η καλλιέργεια υγρού, οι αιματολογικές εξετάσεις, η κολποσκόπηση, η πρωκτοσκόπηση και το test Pap.

Η Σύγχρονη Ιατρική μπορεί, σήμερα, να προσφέρει μία πληθώρα νέων εξετάσεων, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα λεπτομερούς ανίχνευσης των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, ακόμα κι όταν αυτά βρίσκονται υπό λανθάνουσα κατάσταση. Αυτές είναι οι ακόλουθες:

  • Εξετάσεις τύπου Bio 4h,
  • Ψηφιακή κολποσκόπηση DYSIS
  • THIN PREP pap test
  • HPV DNA test

 

Οι Θεραπευτικές προσεγγίσεις των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων

Οι διαγνωστικές μέθοδοι και θεραπευτικές προσεγγίσεις εξατομικεύονται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, το μέγεθος και τον αριθμό των δερματικών αλλοιώσεων, καθώς και με γνώμονα την εκάστοτε λοίμωξη.

Λόγου χάρη, τα οξυτενή κονδυλώματα μπορούν να αφαιρεθούν με Laser CO2 και με Κρυοθεραπεία. Η εξάλειψη των δερματικών αλλοιώσεων διεκπεραιώνεται σε μία μόνο συνεδρία, χωρίς πόνο, σημάδια και ουλές.

Για την εξάλειψη των δερματικών αλλοιώσεων της Μολυσματικής Τερμίνθου εφαρμόζεται ως κύρια θεραπευτική μέθοδος η εξαγωγή των σωματίων με σύνθλιψη των βλαβών με λαβίδα και σπανιότερα, μπορεί να εφαρμοστεί Laser CO2, Κρυοθεραπεία ή Διαθερμοπηξία.

Σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογα με το σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα από το οποίο πάσχει το άτομο, μπορεί να συστηθεί η χρήση τοπικής αγωγής, η λήψη αντιβιοτικών ή αντιϊκών φαρμάκων.

 

Η σημασία της ενδυνάμωσης του ανοσοποιητικού συστήματος για την εξάλειψη υποτροπών

Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού είναι αποδυναμωμένο, ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης υποτροπών και επαναμόλυνσης, διότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι παθογόνοι μικροοργανισμοί από τους οποίους προσβάλλεται ο ασθενής παραμένουν αδρανείς, σε “λανθάνουσα κατάσταση”. Όταν όμως το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ισχυρό, οποιαδήποτε φλεγμονή καταστέλλεται και σπάνια παρατηρούνται υποτροπές.

Πλέον, υπάρχουν Εξειδικευμένες εξετάσεις που αποτυπώνουν με πλήρη ακρίβεια την κατάσταση του ανοσοποιητικού μας συστήματος και συνηγορούν στην ανεύρεση της ύπαρξης τυχόν φλεγμονών, οι οποίες παρεμποδίζουν τη σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Βάσει των διαγνωστικών ευρημάτων, εκπονούνται εξατομικευμένα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τα οποία δύνανται να συμβάλλουν στην ενίσχυση άμυνας του οργανισμού. Τα πρωτόκολλα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη χορήγηση μικροθρεπτικών συστατικών, την ορμονική αποκατάσταση του οργανισμού με Φυσικές «Βιομιμητικές» ορμόνες και την υιοθέτηση μίας Θεραπευτικής (Μοριακής) διατροφής.

Με αυτές τις μεθόδους, ενδυναμώνεται το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς και περιορίζεται σημαντικά το ενδεχόμενο επανεμφάνισης των ΣΜΝ και υποτροπής των κλινικών βλαβών. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η θεραπεία μπορεί να κριθεί ολοκληρωμένη και επιτυχής αφότου παρέλθουν οκτώ μήνες, δίχως υποτροπή και εκδήλωση νέων αλλοιώσεων, βάσει πρωτοκόλλου.